ῥυσίδιφρος

ῥυσίδιφρος
ῥῡσίδιφρος, -ον
1 chariot preserving

οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ρυσίδιφρος — ον, Α (για αρματηλάτη) αυτός που διαφυλάσσει τη δίφρο, την άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + δίφρος «άμαξα» (πρβλ. καλλί διφρος)] …   Dictionary of Greek

  • ῥυσίδιφρον — ῥῡσίδιφρον , ῥυσίδιφρος preserving the chariot masc/fem acc sg ῥῡσίδιφρον , ῥυσίδιφρος preserving the chariot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”