- ῥυσίδιφρος
- ῥῡσίδιφρος, -ον1 chariot preserving
οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ρυσίδιφρος — ον, Α (για αρματηλάτη) αυτός που διαφυλάσσει τη δίφρο, την άμαξα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος < θ. ῥυσι τού ἑρύω (ΙΙ) «προστατεύω» (πρβλ. ῥῦσις) + δίφρος «άμαξα» (πρβλ. καλλί διφρος)] … Dictionary of Greek
ῥυσίδιφρον — ῥῡσίδιφρον , ῥυσίδιφρος preserving the chariot masc/fem acc sg ῥῡσίδιφρον , ῥυσίδιφρος preserving the chariot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)